
Αρχικά τα «7 χρόνια φαγούρας» περιέγραφαν μια δερματική μεταδοτική πάθηση που διαρκούσε 7 χρόνια και τα συμπτώματα αποτελούνταν από δερματικά εξανθήματα, έντονη φαγούρα και δυσφορία. Θεωρήθηκε ασθένεια που απειλούσε κυρίως τους στρατιώτες, αφού στην ανατολή του 20ου αιώνα ταλαιπωρούσε μεγάλο μέρος του στρατού των ΗΠΑ. Στην πορεία η φράση γενικεύτηκε ως μια μεταφορά για οτιδήποτε θεωρείτο ενοχλητικό. Κάπως έτσι, έφτασε να περιγράφει και τους γάμους όταν κατέληγαν δυσφορικοί. Την φράση έκανε ακόμα πιο γνωστή η ομώνυμη ταινία του 1955 με την Merilyn Monroe και τον Tom Ewell, που περιέγραφε τις κωμικές περιπέτειες ενός πιστού συζύγου που μετά από 7 χρόνια έγγαμου βίου, αποφάσισε να απατήσει την γυναίκα του.
Ισχύει όμως στην πραγματικότητα; Είναι το 7ο έτος ορόσημο για ένα γάμο; Και αν τα ζευγάρια επιβιώσουν αυτό το χρονικό διάστημα μετά είναι έξω από «τη ζώνη κινδύνου»;
Η βιβλιογραφία κάνει λόγο για μια περίοδο που αποκαλείται «μήνας τους μέλιτος», περιγράφοντας τους πρώτους μήνες της κοινής ζωής των νεόνυμφων, όπου οι σύντροφοι «βλέπουν μέσα από ροζ γυαλιά». Με το πέρας των πρώτων μηνών, η πραγματικότητα μπαίνει σιγά-σιγά στη ζωή του ζευγαριού, βγάζοντας στην επιφάνεια τις δυσκολίες της συμβίωσης, με τις πρώτες ουσιαστικές διαμάχες και συγκρούσεις, παρέα με την γκρίνια και την κρεβατομουρμούρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα «7 χρόνια φαγούρας» περιγράφουν την φθίνουσα πορεία της συζυγικής σχέσης, με αποκορύφωμα τον 7ο χρόνο, όπου η δυσφορία των συντρόφων, η βαρεμάρα, η τάση για απιστία και η πιθανότητα διαζυγίου κλιμακώνονται.
Στοιχεία από το αρχείο πληθυσμού των Η.Π.Α., έδειχναν πως η μέση διάρκεια των γάμων που κατέληγαν στο διαζύγιο μετρούσαν 7,5 χρόνια το 1963 και 6,5 χρόνια το 1975. Παρόμοια ευρήματα παρουσιάζουν και πολλές νεότερες βιβλιογραφικές αναφορές, υποστηρίζοντας πως τα περισσότερα έγγαμα ζευγάρια βιώνουν, σταδιακά αλλά σταθερά, μια πτώση στην ποιότητα του γάμου, με την περίοδο κοντά στον 7ο χρόνο να θεωρείται η πιο επικίνδυνη. Η εξήγηση για αυτό είναι πως οι σύντροφοι έχουν την τάση να επανεξετάζουν τις αποφάσεις ζωής με το πέρασμα του χρόνου. Παράλληλα, η τεκνοποίηση συχνά αποτελεί αιτία που τα ζευγάρια δηλώνουν λιγότερο ικανοποιημένα από τη σχέση αφού ο χρόνος που κανείς ξοδεύει στην φροντίδα των παιδιών είναι χρόνος που αφαιρείται από τη φροντίδα της σχέσης.
Βέβαια, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξαν και έρευνες που μέτρησαν την ικανοποίηση των ζευγαριών μετά από 4 αλλά και μετά από 8 χρόνια έγγαμου βίου, ενώ άλλα δεδομένα υποδεικνύουν την πρώτη δεκαετία ως πιο επικίνδυνη συνολικά και όχι τον 7ο χρόνο ειδικά. Πρόσφατη ανάλυση του Office for National Statistics (ONS) του Ηνωμένου Βασιλείου κατέδειξε πως πλέον οι γάμοι έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, αφού η πλειοψηφία των διαζυγίων προέκυπτε στα 11,7 χρόνια έγγαμου βίου το 2014, ενώ ο αντίστοιχος χρόνος για το 1985 ήταν τα 8,9 χρόνια. Αυτή η διαφορά αιτιολογείται στο γεγονός πως οι άνθρωποι πλέον μπαίνουν στον γάμο σε μεγαλύτερες ηλικίες, πιο συνειδητά και χωρίς την πίεση των γονέων όπως γινόταν στο παρελθόν. Επομένως δίνουν και περισσότερο περιθώριο να δουλέψουν πάνω στα προβλήματα που πιθανόν να προκύπτουν μέσα στη μακροχρόνια σχέση.
Με βάση το Ιατρικό Αρχείο του χώρου μας, οι άνθρωποι που μας επισκέπτονται με αίτημα τα προβλήματα στην σχέση τους έχουν μεγάλες αποκλίσεις βάση φύλου. Οι παντρεμένοι άνδρες που δηλώνουν προβλήματα στη σχέση, δυσφορία και σκέψεις χωρισμού, έχουν μέσο όρο γάμου τα 21,1 έτη, ενώ οι γυναίκες τα 11,6 έτη. Φαίνεται λοιπόν ότι οι γυναίκες αντιλαμβάνονται νωρίτερα την προβληματική σχέση και αναζητούν λύσεις στα αρχικά στάδια του προβλήματος. Από την άλλη πλευρά, αυτό μας δίνει και την εικόνα της χρονιότητας της σχέσης, της ρουτίνας και πιθανά μιας αφημένης συζύγου, που προβληματίζει τον άνδρα μετά την πρώτη εικοσαετία της κοινής τους ζωής, που σηματοδοτείται από την αποχώρηση των παιδιών από το σπίτι. Ας μην ξεχνάμε πως σήμερα, τα διαζύγια της μέσης ηλικίας, γνωστά και ως «γκρίζα διαζύγια», παρουσιάζουν έντονη αύξηση, με βασικές αιτίες την κρίση μέσης ηλικίας αλλά και το «χάσιμο» του ζευγαριού που στα χρόνια της κοινής ζωής ήταν επικεντρωμένα στο μεγάλωμα των παιδιών.
Εν κατακλείδι, τα ερευνητικά δεδομένα δίνουν διαφορετικές εικόνες ως προς τη χρονική επικινδυνότητα ενός γάμου και ο 7ος χρόνος πιθανά στιγματίστηκε, χωρίς απαραίτητα να είναι «ο ένοχος». Αυτό στο οποίο φαίνεται να συμφωνεί ο βασικός όγκος της βιβλιογραφίας αλλά και η κλινική μας εμπειρία, αφορά τη φθίνουσα πορεία της σχέσης όσο τα χρόνια περνούν, για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω και για πολλούς ακόμα. Ο χρόνος ο ίδιος, οι αλλαγές στους συντρόφους και στα θέλω τους, τα παιδιά, η αφημένη εικόνα, οι προτεραιότητες, οι επαγγελματικές υποχρεώσεις, η ρουτίνα και η βαρεμάρα, το σεξ που δεν γίνεται ή γίνεται καθήκον, η κακή επικοινωνία, η εχθρότητα και η αδιαφορία. Αν αφεθούμε σε αυτά, αργά ή γρήγορα η… «φαγούρα» θα μας βρει. Από εκεί και έπειτα όμως, κανένας γάμος δεν είναι καταδικασμένος εφόσον οι σύντροφοι επιλέγουν συνειδητά ο ένας τον άλλον και διεκδικούν την ποιότητα της σχέσης. Ακόμα και αν υπάρξουν προβλήματα, φορτίσεις και απογοητεύσεις, το ζευγάρι μπορεί να δει την επόμενη μέρα, αν το επιθυμεί!
Θέκλα Βασιλείου
Πηγή: Ιατρικό Κέντρο Ψυχικής & Σεξουαλικής Υγείας, Θάνος Ασκητής